-
1 εναρηρός
-
2 ἐναρηρός
-
3 στειλειόν
-
4 ἐν-αραρίσκω
ἐν-αραρίσκω, einfügen; ἐνῆρσεν Suid.; εὖ ἐναρηρός Od. 5, 236, wohl eingefügt; Arat. 453 πάντα οὐρανῷ εὖ ἐνάρηρεν, in tmesi Od. 21, 45 ἐν δὲ σταϑμοὺς ἄρσε.
-
5 εναραρισκω
1) (aor. ἐνῆρσα) прикреплять, прилаживать(σταθμούς Hom. - in tmesi)
2) (pf. ἐνάρηρα) быть прикрепляемым(στειλειὸν εὖ ἐναρηρός Hom.)
-
6 ἐναραρίσκω
II [tense] pf. ἐνάρηρα, intr., to be fitted in,εὖ ἐναρηρός 5.236
;οὐρανῷ εὖ ἐνάρηρεν ἀλάλματα Arat.453
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐναραρίσκω
-
7 ἐναραρίσκω
ἐν-αραρίσκω, einfügen; εὖ ἐναρηρός, wohl eingefügt
См. также в других словарях:
ἐναρηρός — ἐναραρίσκω fit perf part act neut nom/voc/acc sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εναραρίσκω — ἐναραρίσκω (Α) εναρμόζω, προσαρτώ, προσαρμόζω («στειλειόν... εὖ ἐναρηρός» στειλιάρι καλά προσαρμοσμένο, Όμ.) … Dictionary of Greek